- πεδιλοποιός
- ο, ΝΜτεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδιλοποιός — ο κατασκευαστής πέδιλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεδιλοποιία — η η τέχνη τού πεδιλοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
πεδιλοποιείο — το [πεδιλοποιός] εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται πέδιλα, σανδαλοποιείο … Dictionary of Greek
πεδιλορράφος — ὁ, Μ αυτός που ράβει πέδιλα, πεδιλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + ρράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek